- λόφος
- Ονομασία πέντε οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955 ονομαζόταν Βρόστενα.
2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 202 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, στις δυτικές απολήξεις του Ολύμπου, 77 χλμ. ΒΔ της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ολύμπου. Μέχρι το 1961 ονομαζόταν Παζαρλάδες.
3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 127 μ., 179 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φαρσάλων του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, 46 χλμ. ΝΔ της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ενιππέα. Μέχρι το 1961 ονομαζόταν Τζίνι.
4. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 1.726 κάτ.) του νομού Πιερίας. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του νομού, 14 χλμ. ΝΔ της Κατερίνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πέτρας. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Ζιαζιάκο.
5. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 47 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καντάνου (Κανδάνου). Μέχρι το 1961 ονομαζόταν Αγακιανά.
* * *ο (AM λόφος)1. θύσανος από τρίχες, συνήθως ίππου, που κοσμούσε την περικεφαλαία τών αρχαίων στρατιωτών ή κοσμεί σήμερα τα πηλήκια ορισμένων στολών, το λοφίο («ρῆξαι δ' ἀφ' ἵππειον λόφον αὐτοῡ», Ομ. Ιλ.)2. ύψωμα τής επιφάνειας τής ξηράς, χαμηλότερο τού όρους, ύψους κάτω από 300 μέτρα (α. «λόφος τού Φιλοπάππου» β. «ἐπὶ λόφον τινὰ οὐχ ὑψηλὸν καὶ ἔχοντα ποταμοὺς πολλοὺς ἄνωθεν ἐκ τής Ἴδης ὡρμημένης», Πλάτ.)μσν.φρ. α) «λόφος κυμάτων» — φουσκοθαλασσιάβ) «Χῑος λόφος» — είδος κουρέματος κατά το οποίο κούρευαν το μεσαίο κομμάτι τών τριχών τού κεφαλιούαρχ.1. τράχηλος υποζυγίου2. (για ίππο) η χαίτη («πολὺς δ' ἀνεκήκιεν ἱδρὼς ἵππων ἐκ τε λόφων καὶ ἀπὸ στέρνοια χαμᾱζε», Ομ. Ιλ.)3. (για πρόσ.) το πίσω μέρος τού αυχένα, ο σβέρκος4. (για πτηνό) το λοφίο5. (για τον πετεινό) το λειρί6. πλέγμα από τρίχες τού κεφαλιού, κοτσίδα, πλεξίδα7. (για μεγάλα ψάρια) η λοφιά, το πτερύγιο τής ράχης8. φρ. α) «ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχω» — είμαι υποταγμένοςβ) «λόφον ὑακινθινοβαφῆ» — η περσική περικεφαλαία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εφόσον, κατά τον Ηρόδοτο, ο θύσανος από τρίχες που κοσμούσε την περικεφαλαία θεωρούνταν καρική επινόηση, η λ. λόφος με τη σημ. αυτή είναι πιθ. καρικό δάνειο, ενώ δεν απέχει πολύ από τη σημ. «αυχένας, σβέρκος», από την οποία προήλθαν πιθ. οι σημασίες «χαίτη, λοφίο, λόφος». Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τοχαρ. A' lap «κεφάλι», αρχ. σλαβ. lŭbŭ «κρανίο» — η άποψη αυτή όμως προσκρούει σε μορφολογικές δυσκολίες.ΠΑΡ. λοφίας, λοφίδιο(ν), λοφώδηςαρχ.λοφαδίας, λοφείον, λοφίζω, λοφιήτης, λόφιον, λοφόεις, λοφούμαι, λοφώ, λόφωσιςνεοελλ.λοφίσκος, λοφίτης, λοφωτός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λοφοποιός, λοφοπωλώ, λοφορρώγα, λόφουροςμσν.λοφοδρόμοςνεοελλ.λοφοπλαγιά, λοφοσειρά. (Β' συνθετικό) ακρόλοφος, γεωλόφος, γήλοφος, δίλοφος, επτάλοφοςαρχ.αερσίλοφος, αιπύλοφος, άλλοφος, αμφίλοφος, αργέλοφος, αργίλοφος, γεύλοφος, δανήλοφος, δοχμόλοφος, δύσλοφος, εύλοφος, ιππόλοφος, λευκόλοφος, ξανθόλοφος, περισσόλοφος, πυρσόλοφος, σεισόλοφος, τανήλοφος, τρίλοφος, υπέρλοφος, υψηλόλοφος, υψίλοφος, φοινικόλοφος, φριξόλοφος, χαλκόλοφος, χρυσόλοφοςνεοελλ.άλοφος, αμμόλοφος, πολύλοφος, ταφόλοφος].
Dictionary of Greek. 2013.